- τετραφαλαγγαρχία
- τετρᾰφᾰλαγγ-αρχία, ἡ,A his command, Ael.Tact.9.10, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραφαλαγγαρχία — τετραφαλαγγαρχίᾱ , τετραφαλαγγαρχία his command fem nom/voc/acc dual τετραφαλαγγαρχίᾱ , τετραφαλαγγαρχία his command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραφαλαγγαρχία — ἡ, Α [τετραφαλαγ γάρχης] το αξίωμα τού τετραφαλαγγάρχου … Dictionary of Greek